- ὑπέβαλλε
- ὑποβάλλωthrowimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δήλος — Μικρό (μέγιστο μήκος 6 χλμ., μέγιστο πλάτος 1,3 χλμ.) άγονο νησί, που βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο των Κυκλάδων (6 μίλια από τη Μύκονο). Ο παράλιος ομώνυμος οικισμός (14 κάτ., υπάλληλοι της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας) υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek
προβολή — Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά σε διάφορες περιπτώσεις, ιδιαίτερα μάλιστα στη γεωμετρία. 1. Αν ε, η είναι δύο ευθείες, όχι παράλληλες σε ένα επίπεδο Ε, τότε ονομάζεται προβολή ενός σημείου Μ του επιπέδου Ε πάνω στην ευθεία ε παράλληλα με… … Dictionary of Greek
φάση — Στη χημεία είναι οποιοδήποτε ομογενές μέρος ενός συστήματος, δηλαδή με τις αυτές φυσικές και χημικές ιδιότητες σε κάθε σημείο του, και φυσικά, διακριτό ώστε να διαχωρίζεται από τα άλλα μέρη του συστήματος από σαφώς καθορισμένες οριακές επιφάνειες … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Κολόμπ, Μισέλ — (Michel Colombe, Τουρ 1430; – 1511). Γάλλος γλύπτης. Υπήρξε ένας από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της γαλλικής τέχνης κατά τον 15o αι. Έζησε κυρίως στις πόλεις Μπουρζ και Τουρ. Η νεανική του δραστηριότητα είναι σχεδόν άγνωστη, ενώ από τα έργα … Dictionary of Greek
Μαλπίγκι, Μαρτσέλο — (Marcello Malpighi, Κερεβαλκόρε, Μπολόνια 1628 – Ρώμη 1694). Ιταλός φυσιολόγος και ανατόμος. Το 1653 πήρε πτυχίο ιατρικής και φιλοσοφίας από το Πανεπιστήμιο της Μπολόνια. Δίδαξε στα πανεπιστήμια της Πίζας (1656 59), της Μεσσήνης (1662 66) και της … Dictionary of Greek
Μίρλες, Τζέιμς — (James Mirrless, Νιούτον Στιούαρτ 1936 –). Σκοτσέζος οικονομολόγος. Αποφοίτησε από τη σχολή μαθηματικών του πανεπιστημίου του Εδιμβούργου και συνέχισε για διδακτορικό τίτλο στα οικονομικά στο πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ. Η έρευνά του επικεντρώθηκε … Dictionary of Greek
Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία — Κράτος της νοτίου Αφρικής. Συνορεύει Α με τη Μοζαμβίκη και τη Σουαζιλάνδη, Β με τη Ναμίμπια, τη Μποτσουάνα και τη Ζιμπάμπουε, Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό, Ν και Α από τον Ινδικό ωκεανό.Εντός των συνόρων της Ν. Δ. και στο νοτιοανατολικό… … Dictionary of Greek
Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον … Dictionary of Greek